εκκενωτής

εκκενωτής
ο
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκκένωση ορισμένων χώρων (π.χ. βόθρων).
2. (φυσ.), όργανο με το οποίο γίνεται η εκκένωση των ηλεκτρικών συμπυκνωτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκκενωτής — ο 1. αυτός που εκκενώνει («εκκενωτής βόθρων») 2. όργανο για εκκένωση τών ηλεκτρικών συμπυκνωτών …   Dictionary of Greek

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • αδειαστής — ο [αδειάζω] αυτός που αδειάζει κάτι από το περιεχόμενό του, ο εκκενωτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”