- εκκενωτής
- ο1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκκένωση ορισμένων χώρων (π.χ. βόθρων).2. (φυσ.), όργανο με το οποίο γίνεται η εκκένωση των ηλεκτρικών συμπυκνωτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.